- βιογόνο
- το1. κάτι το οποίο γεννά ή επιτρέπει τη ζωή2. καθένα από τα χημικά στοιχεία που μετέχουν στη σύνθεση της ζώσας ύλης, φυτικής ή ζωικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιογόνος — α, ο 1. αυτός που παράγει, γεννά ζωή: Οι επιστήμονες δημιούργησαν ζωή στα εργαστήρια από βιογόνα κύτταρα. 2. το ουδ. ως ουσ., βιογόνο υποθετική ουσία μέσα στο πρωτόπλασμα των κυττάρων, που θεωρείται έδρα των φαινομένων της ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)